σχέση

σχέση
η / σχέσις, -εως, ΝΜΑ
1. η συνάφεια που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, αναλογία, σύνδεση, αναφορά, αλληλεξάρτηση (α. «σχέση αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του διάθεση έχει στενή σχέση με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν φύσει μὲν οὐκ ἔστι δεξιόν, κατὰ δὲ τὴν ὡς πρὸς τὸ ἕτερον σχέσιν νοεῑται», Διογ. Λαέρ.)
2. αμοιβαία γνωριμία, επικοινωνία, φιλικός δεσμός μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων
3. (φιλοσ.) μία από τις κατηγορίες τού Αριστοτέλη, το πρός τι, η όλη ύπαρξη τού οποίου συνίσταται στο ότι αναφέρεται ως εξαρτώμενο από άλλο πράγμα ή συναρτώμενο κατά κάποιον άλλο τρόπο με άλλο πράγμα
νεοελλ.
1. μαθημ. συνθήκη που ικανοποιείται από δύο ή περισσότερα μεγέθη
2. (φιλοσ.) α) (κατά τον Καντ) μία από τις τέσσερεις κατηγορίες που περιλαμβάνει τη συνάφεια ουσίας και συμβεβηκότος, αιτίας και αποτελέσματος και, τέλος, τις σχέσεις αμοιβαιότητας, στα οποία ανταποκρίνονται, αντίστοιχα, οι κατηγορικές, υποθετικές και διαζευκτικές κρίσεις
β) (κατά τον Χέγκελ) διεργασία κατά την οποία πραγματικά διαφορετικοί όροι συσχετιζόμενοι συναπαρτίζουν ουσιαστική ενότητα
3. φρ. α) «εν σχέσει» ή «σε σχέση»
i) σε αναφορά, σε σύνδεση («το θέμα εξετάζεται σε σχέση με το νέο νομοσχέδιο»)
ii) σε σύγκριση, συγκριτικά («το τελευταίο έργο του είναι πολύ καλύτερο σε σχέση με το προηγούμενο»)
β) «δεν έχει σχέση» — δεν έχει καμιά συνάφεια, συνάρτηση ή εξάρτηση
γ) «αρχή εσώτερων σχέσεων»
(φιλοσ.) θεμελιακή αρχή τού φιλοσοφικού συστήματος τού Λάιμπνιτς, σύμφωνα με την οποία κάθε σχέση ανάμεσα σε δύο αντικείμενα α και β μπορεί να αναλυθεί με τη βοήθεια δύο προτάσεων που θα εκφράζουν ότι καθένα από τα αντικείμενα αυτά έχει, αντίστοιχα, την ιδιότητα Π και Κ, δηλαδή, κάθε σχέση ανάμεσα σε δύο αντικείμενα μπορεί να αναλυθεί με όρους εσώτερων ιδιοτήτων τών αντικειμένων αυτών
δ) «δημόσιες σχέσεις»
(κοινων.-οικον.) μορφή και τεχνική επικοινωνίας μιας μονάδας —που μπορεί να είναι άτομο ή σύνολο— η οποία έχει ως αντικείμενο, με τη χρησιμοποίηση κάθε πρόσφορου μέσου, την ενημέρωση κάθε ενδιαφερομένου και τής κοινής γνώμης για τη δράση και τους σκοπούς τής μονάδας, την προβολή μιας θετικής εικόνας της και τη δημιουργία ευνοϊκού κλίματος, με βασική επιδίωξη την εξυπηρέτηση τών στόχων και τής πολιτικής της
ε) «διακρατικές σχέσεις»
(πολ.) οι κάθε είδους σχέσεις, διπλωματικές, οικονομικές, πολιτιστικές, μορφωτικές κ.ά., που αναπτύσσονται μεταξύ τών κρατών
στ) «διαπροσωπικές σχέσεις»
i) (γενικά) οι σχέσεις μεταξύ τών διαφόρων προσώπων
ii) (κοινων.-ψυχολ.) το πλέγμα τών άμεσων σχέσεων στο οποίο ανήκουν όλα τα φαινόμενα και οι διεργασίες που διαδραματίζονται μεταξύ δύο προσώπων ή μεταξύ ενός προσώπου και άλλων προσώπων, στα πλαίσια της οικογένειας, τής επαγγελματικής ζωής και τών άλλων καταστάσεων και μορφών κοινωνικής συμβίωσης
ζ) «διεθνείς σχέσεις»
i) (πολ.) οι σχέσεις που αναπτύσσει μία χώρα με άλλες χώρες, οι εξωτερικές σχέσεις ενός κράτους
ii) το σύνολο τών δραστηριοτήτων εξωτερικής πολιτικής και το πλέγμα τών πολιτικών, νομικών, οικονομικών, πολιτιστικών κ.ά. σχέσεων, διμερών είτε πολυμερών, μεταξύ τών κρατών στο πλαίσιο τής διεθνούς κοινότητας, οι οποίες ρυθμίζονται βάσει τών αρχών και κανόνων τού διεθνούς δικαίου
η) «διπλωματικές σχέσεις»
διεθν. δίκ. οι επίσημες πολιτικές σχέσεις μεταξύ ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών οι οποίες συνάπτονται έπειτα από αμοιβαία εκφρασμένη βούληση τών ενδιαφερόμενων μερών και στα πλαίσια τών οποίων αυτά ανταλλάσσουν μόνιμες διπλωματικές αποστολές, με σκοπό την ανάπτυξη τής διμερούς και, κατ' επέκταση, τής διεθνούς συνεργασίας και την προστασία τών συμφερόντων καθενός από τα συμβαλλόμενα κράτη καθώς και τών υπηκόων του στο έδαφος τού άλλου κράτους
θ) «εξωτερικές σχέσεις»
(πολ.) το σύνολο πολιτικών, οικονομικών και άλλων σχέσεων, επίσημων και ανεπίσημων, κυβερνητικών και μη κυβερνητικών, τις οποίες διατηρεί ένα κράτος με άλλα κράτη ή με άλλα υποκείμενα διεθνούς δικαίου και διεθνείς οργανισμούς ή οργανώσεις
ι) «εργασιακές σχέσεις»
(κοινων.-οικον.) οι σχέσεις μεταξύ εργαζομένων, αφ' ενός, και εργοδοτών ή διοικούντων, αφ' ετέρου, οι οποίες οριοθετούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τής κάθε πλευράς
ια) «θεωρία σχέσεων»
(λογ.) θεμελιώδες μέρος τής σύγχρονης λογικής που περιλαμβάνει τον υπολογισμό τών σχέσεων, καθώς και τη μελέτη τών διαφόρων τύπων σχέσεων και τών γενικών τους ιδιοτήτων
ιβ) «κοινωνικές σχέσεις»
(κοινων.) (κατά τη μαρξιστ. άποψη) το σύνολο τών συστηματικά δομημένων οικονομικών, πολιτικών, νομικών, ηθικών, οικογενειακών κ.ά. σχέσεων μεταξύ τών ατόμων και τών κοινωνικών ομάδων, οι οποίες δημιουργούνται κατά τη διαδικασία τής κοινής υλικής και πνευματικής δράσης τους, σχέσεων στα πλαίσια τών οποίων καθοριστικό ρόλο έχουν οι σχέσεις παραγωγής
ιγ) «κοινωνική σχέση»
(κοινων.) μορφή σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων φορέων, κατά την οποία η δράση ή η ενέργεια τού ενός επιτελείται με βάση την προηγούμενη ή την προβλεπόμενη δράση ή ενέργεια τού άλλου και η οποία χαρακτηρίζεται από την αμοιβαία αναγνώριση τών αντίστοιχων φορέων ότι είναι κάτοχοι συγκεκριμένων θέσεων και φορείς συγκεκριμένων ρόλων
ιδ) «νομικές σχέσεις»
(νομ.) οι σχέσεις μεταξύ τών μελών τής κοινωνίας που είναι περιβεβλημένες με κανονιστικό χαρακτήρα μέσω τής ρύθμισή τους από τον νόμο
ιε) «πολιτικές σχέσεις» — το σύνολο τών σχέσεων που υπάρχουν εξ αντικειμένου μεταξύ κρατών, εθνών, κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, μεταξύ πολιτικών κομμάτων και κοινωνικών οργανώσεων, μεταξύ πολιτών και κράτους, μεταξύ κυβερνωμένων και κυβερνώντων
ιστ) «προξενικές σχέσεις»
διεθν. δίκ. επίσημες και μόνιμου χαρακτήρα σχέσεις που διατηρούν δύο κράτη μεταξύ τους μέσω τών προξενικών αποστολών και οι οποίες έχουν ως κύριο αντικείμενο την προστασία τών οικονομικών και νομικών συμφερόντων τού αντίστοιχου κράτους και τών υπηκόων του που διαμένουν μόνιμα ή προσωρινά στο έδαφος τού άλλου κράτους
ιζ) «σχέσεις ιδιοκτησίας»
(κοινων.) οι βασικές σχέσεις παραγωγής, οι οποίες καθορίζονται και προστατεύονται νομικά και προσδιορίζουν τον χαρακτήρα όλων τών άλλων κοινωνικών σχέσεων
ιη) «σχέσεις παραγωγής»
(κοινων.) (κατά τη μαρξιστ. αντίληψη) οι σχέσεις που αναπτύσσονται εξ αντικειμένου μεταξύ τών ανθρώπων κατά τη διεργασία παραγωγής, κατανομής, ανταλλαγής και κατανάλωσης τών υλικών αγαθών και που αποτελούν, μαζί με τις παραγωγικές δυνάμεις, τις δύο κύριες συνιστώσες τού τρόπου παραγωγής
ιθ) «υπολογισμός σχέσεων»
(λογ.) μέρος τής θεωρίας τών σχέσεων στο οποίο διατυπώνονται απόλυτοι νόμοι που διέπουν τις λειτουργίες οι οποίες επιτρέπουν τον σχηματισμό νέων σχέσεων με βάση τις δεδομένες σχέσεις
4. παροιμ. φρ. «τί σχέση έχει ο φάντες με το ρετσινόλαδο» — λέγεται για πράγματα εντελώς άσχετα μεταξύ τους
νεοελλ.-μσν.
ερωτικός δεσμός
μσν.
ευμενής διάθεση, εύνοια
(μσν.-αρχ.)
1. είδος ή ποιότητα («ἡ τῆς ὁπλίσεως αὐτῶν σχέσις ἀσπίδων καὶ δοράτων», Πλατ.)
2. εξωτερική εμφάνιση («πρέπουσαν ἔχειν σχέσιν καὶ τριχῶν καὶ ἐσθῆτος», Ξεν.)
3. φρ. «κατὰ σχέσιν εἶναι [ή γεγράφθαι]»
(στη μετρική) σύνθεση που χαρακτηρίζεται από ανταπόκριση στροφών, όπως λ.χ. είναι η στροφή και η αντιστροφή (Αριστείδ. Κ.)
αρχ.
1. (ιδίως για το σώμα) πρόσκαιρη κατάσταση («σχέσις τοῡ σώματος» — η μεταβαλλόμενη κατάσταση τού σώματος, σε αντιδιαστολή με την έξη, η οποία έχει στοιχεία μονιμότητας, Ιπποκρ.)
2. στάσιμη κατάσταση
3. (στον χορό) θέση, στάση
4. διατύπωση σκέψης, έκφραση συναισθήματος, στάση, συμπεριφορά
5. συγγένεια
6. (στη στωική φιλοσοφία) θέση («αὗται αἱ σχέσεις, ἑπταὶ οὖσαι», Κλεομήδ.)
7. συγκράτηση, επίσχεση («τοῡ οὔρου... σχέσις», Ιπποκρ.)
8. κατοχή, κτήση
9. συμμετοχή
10. ονομασία είδους ρητορικού σχήματος
11. φρ. α) «αἱ δέκα σχέσεις» — οι δέκα κατηγορίες ή τα δέκα σχήματα τής κατηγορίας (Ιάμβλ. Νικ. Αριθμ.)
β) «νόσοι ἐν σχέσει» — παροδικές ασθένειες, σε αντιδιαστολή προς τις χρόνιες (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα σχ- τού ρ. ἔχω* (πρβλ. αόρ. β' -σχ-ον / σχέσθαι) με κατάλ. -σις. Η σημ. τής λ. διαφέρει από εκείνην τού ἕξις, επίσης παραγώγου τού ρ. έχω, στο ότι η λ. σχέση δηλώνει πρόσκαιρη ή μεταβαλλόμενη κατάσταση, συνάφεια, αλληλεξάρτηση, σε αντιδιαστολή με την έξη, που έχει το στοιχείο τής μονιμότητας, τής σταθερότητας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σχέση — η 1. αλληλεξάρτηση: Αποδείχτηκε πως υπάρχει σχέση ανάμεσα στον καρκίνο και στο κάπνισμα. 2. δεσμός φιλικός ή ερωτικός ή άλλης μορφής, επικοινωνία: Έχει στενές σχέσεις μ αυτή την οικογένεια. – Οι σχέσεις του μ αυτή τη γυναίκα έγιναν γνωστές. – Οι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νομική σχέση — Στη νεότερη γενική θεωρία του δικαίου είναι η σχέση μεταξύ δύο υποκειμένων που ρυθμίζεται από αυτό. Το ένα από τα υποκείμενα αυτά (ενεργό υποκείμενο) είναι φορέας υποκειμενικού δικαιώματος και το άλλο (παθητικό υποκείμενο) είναι φορέας… …   Dictionary of Greek

  • Γκάιγκερ-Νατάλ, σχέση — Όρος της φυσικής. Αναφέρεται στην εμπειρική ανακάλυψη –το 1911– από τους φυσικούς Γ. και Ν., της σχέσης ανάμεσα στην εμβέλεια (R) ενός σωματίου άλφα που εκπέμπεται από ένα ραδιενεργό υλικό και τη σταθερά διάσπασής του (λ): log λ = Α + Β log R,… …   Dictionary of Greek

  • γραμμική σχέση — Η σχέση μεταξύ διαφόρων μεταβλητών που εκφράζεται από μια γραμμική εξίσωση ανάμεσα στις διάφορες αυτές μεταβλητές …   Dictionary of Greek

  • κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… …   Dictionary of Greek

  • αντίφαση — Σχέση ανάμεσα σε δύο καταστάσεις, δύο γεγονότα ή δύο κρίσεις, κατά την οποία αν αληθεύει ότι Α είναι Β, δεν μπορεί συγχρόνως να αληθεύει και ότι Α δεν είναι Β. Η αρχή της α., μαζί με την αρχή της ταυτότητας και την αρχή του αποκλεισμού του τρίτου …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ισοδυναμία ή ισότητα — Όρος της Λογικής, σύμφωνα με τον οποίο αν Α και Β αποτελούν δύο λογικές προτάσεις και συμβαίνει από την Α να συνάγεται η Β και από τη Β να συνάγεται η Α, τότε θεωρείται ότι η πρόταση Α είναι ισοδύναμη με τη Β και γράφεται συμβολικά: Α ⇔ Β. Δηλαδή …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”